-
1 λέσπιν
λέσπιν· μεγάλην. ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δὲ τὴν νοτεράν. ἄλλοι δὲ σπίδα βαθεῖαν. οἱ δὲ λόχμην, Hsch. -
2 ἑλεσπίδας
Grammatical information: acc. pl.Meaning: of πίσεα, perh.`marsh-lands, swamp lands' A. R. 1, 1266.Other forms: A. R. 1, 1266Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The analysis in ἕλος `swamp' and a root noun *σπίς (*ἑλε[σ]-σπίδ-), which would be cognate with σπίδιος, ἀσπιδής and even with ἀσπίς (s. vv.), is morphologically far from convincing. Bechtel Lex. s. ἀσπίς, Schwyzer 507, W.-Hofmann s. spatium. - Unclear remains the connection with the glosse λέσπιν μεγάλην, ὑδρηλήν. Δίδυμος την καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν. οἱ δε την νοτεράν. ἄλλοι δε σπίδα (leg. λέσπιδα?) βαθεῖαν. οἱ δε λόχμην H. See Taillardat, REGr 73, 1960, 13Page in Frisk: 1,490Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἑλεσπίδας
См. также в других словарях:
λέσπιν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλην ὑδρηλήν. Δίδυμος τὴν καταδυομένην εἰς πέλαγος πέτραν, οἱ δὲ τὴν νοτεράν, ἄλλος δὲ σπίδα βαθεῑαν οἱ δὲ λόχμην» … Dictionary of Greek